- μοναχοπαρθενία
- ηπερίπτωση τού παλαιού μοναχικού βίου αγίων κατά την οποία γυναίκες απέφευγαν τον κόσμο και ασκήτευαν σε μοναστήρια ανδρών μεταμφιεσμένες σε άνδρες για να μην τίς αναγνωρίζουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < μοναχός + παρθενία].
Dictionary of Greek. 2013.